- αντιφλεγμονώδης
- -ες -ο κατάλληλος για την καταπολέμηση της φλεγμονής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριαμκινολόνη — η, Ν (φαρμ.) φθοριωμένο παράγωγο τής πρεδνιζολόνης τού οποίου η αντιφλεγμονώδης δράση είναι εξαπλάσια τής κορτιζόνης … Dictionary of Greek
υδροκορτιζόνη — η, Ν (βιοχ.) οργανική ένωση τής ομάδας τών στεροειδών, η οποία αποτελεί την κύρια ορμόνη που εκκρίνεται από τα επινεφρίδια και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση τών μεταβολικών διεργασιών ή παρασκευάζεται συνθετικά, χρησιμοποιούμενη ως… … Dictionary of Greek